μονόπρακτος

μονόπρακτος
-η, -ο
1. (για θεατρικό ή μουσικό έργο) ο αποτελούμενος από μία μόνο πράξη («μονόπρακτη όπερα», «μονόπρακτη κωμωδία»)
2. (συν. το ουδ. ως ουσ.) το μονόπρακτο
σύντομο θεατρικό έργο που αποτελείται από μία πράξη («τα μονόπρακτα τού Μπρεχτ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -πρακτος (< πράττω), πρβλ. έμ-πρακτος, τρί-πρακτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Αλέξ. Βουκίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μονόπρακτος — η, ο ο μονόπραχτος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • τρίπρακτος — και τρίπραχτος, η, ο, Ν (για θεατρικό έργο) διαρθρωμένος σε τρεις πράξεις, αυτός που έχει τρεις πράξεις («τρίπρακτο δράμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πράξη (πρβλ. μονόπρακτος). Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Μ. Ηλ. Χατζάκο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”